Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταχθονίζω
καταχθόνιος
καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλάω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχράω
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
View word page
καταχλυόομαι
to be dimmed
ShortDef
to be dimmed
Debugging
Headword:
καταχλυόομαι
Headword (normalized):
καταχλυόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχλυοομαι
IDX:
47012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47013
Key:
Data
{'content': 'to be dimmed'}