Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταχθίζομαι
καταχθονίζω
καταχθόνιος
καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλάω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχράω
καταχρειόομαι
View word page
καταχλοάζομαι
to be covered with green weed
ShortDef
to be covered with green weed
Debugging
Headword:
καταχλοάζομαι
Headword (normalized):
καταχλοάζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχλοαζομαι
IDX:
47011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47012
Key:
Data
{'content': 'to be covered with green weed'}