Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχθής
καταχθίζομαι
καταχθονίζω
καταχθόνιος
καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλάω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχράω
View word page
καταχλιδάω
to be effeminate

ShortDef

to be effeminate

Debugging

Headword:
καταχλιδάω
Headword (normalized):
καταχλιδάω
Headword (normalized/stripped):
καταχλιδαω
IDX:
47010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47011
Key:

Data

{'content': 'to be effeminate'}