Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχθέω
καταχθής
καταχθίζομαι
καταχθονίζω
καταχθόνιος
καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλάω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
καταχράομαι
View word page
καταχλιαστέον
one must warm thoroughly

ShortDef

one must warm thoroughly

Debugging

Headword:
καταχλιαστέον
Headword (normalized):
καταχλιαστέον
Headword (normalized/stripped):
καταχλιαστεον
IDX:
47009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47010
Key:

Data

{'content': 'one must warm thoroughly'}