Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχής
καταχθέω
καταχθής
καταχθίζομαι
καταχθονίζω
καταχθόνιος
καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλάω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχραίνω
View word page
καταχλευαστικός
derisive

ShortDef

derisive

Debugging

Headword:
καταχλευαστικός
Headword (normalized):
καταχλευαστικός
Headword (normalized/stripped):
καταχλευαστικος
IDX:
47008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47009
Key:

Data

{'content': 'derisive'}