Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταχηρεύω
καταχής
καταχθέω
καταχθής
καταχθίζομαι
καταχθονίζω
καταχθόνιος
καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλάω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
View word page
καταχλευάζω
scoff, jeer
ShortDef
scoff, jeer
Debugging
Headword:
καταχλευάζω
Headword (normalized):
καταχλευάζω
Headword (normalized/stripped):
καταχλευαζω
IDX:
47007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47008
Key:
Data
{'content': 'scoff, jeer'}