Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθέω
καταχθής
καταχθίζομαι
καταχθονίζω
καταχθόνιος
καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλάω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχόρευσις
καταχορεύω
View word page
καταχλάω
let down
ShortDef
let down
Debugging
Headword:
καταχλάω
Headword (normalized):
καταχλάω
Headword (normalized/stripped):
καταχλαω
IDX:
47006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47007
Key:
Data
{'content': 'let down'}