Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχειροτονία
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθέω
καταχθής
καταχθίζομαι
καταχθονίζω
καταχθόνιος
καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλάω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
View word page
καταχιονίζω
cover with snow

ShortDef

cover with snow

Debugging

Headword:
καταχιονίζω
Headword (normalized):
καταχιονίζω
Headword (normalized/stripped):
καταχιονιζω
IDX:
47004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47005
Key:

Data

{'content': 'cover with snow'}