Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχειρόομαι
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθέω
καταχθής
καταχθίζομαι
καταχθονίζω
καταχθόνιος
καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλάω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
View word page
καταχθονίζω
devote to the infernal gods

ShortDef

devote to the infernal gods

Debugging

Headword:
καταχθονίζω
Headword (normalized):
καταχθονίζω
Headword (normalized/stripped):
καταχθονιζω
IDX:
47002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47003
Key:

Data

{'content': 'devote to the infernal gods'}