Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταχείριος
καταχειρόομαι
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθέω
καταχθής
καταχθίζομαι
καταχθονίζω
καταχθόνιος
καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλάω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
View word page
καταχθίζομαι
to be hateful
ShortDef
to be hateful
Debugging
Headword:
καταχθίζομαι
Headword (normalized):
καταχθίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχθιζομαι
IDX:
47001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47002
Key:
Data
{'content': 'to be hateful'}