Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχέζω
καταχειρίζομαι
καταχείριος
καταχειρόομαι
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθέω
καταχθής
καταχθίζομαι
καταχθονίζω
καταχθόνιος
καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλάω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
View word page
καταχθέω
weigh down, afflict

ShortDef

weigh down, afflict

Debugging

Headword:
καταχθέω
Headword (normalized):
καταχθέω
Headword (normalized/stripped):
καταχθεω
IDX:
46999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-47000
Key:

Data

{'content': 'weigh down, afflict'}