Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
Ἀγκαῖος
ἀγκάλη
ἀγκαλιδαγωγέω
ἀγκαλιδαγωγός
ἀγκαλίδη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκαλῖναι
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἀγκαλισμός
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκιστρεία
ἀγκιστρευτικός
ἀγκιστρεύω
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἀγκιστροειδής
View word page
ἀγκαλίς
arm (usu. pl.)
ShortDef
arm (usu. pl.)
Debugging
Headword:
ἀγκαλίς
Headword (normalized):
ἀγκαλίς
Headword (normalized/stripped):
αγκαλις
IDX:
469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-470
Key:
Data
{'content': 'arm (usu. pl.)'}