Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάχαρμα
καταχάσκω
καταχασμάομαι
καταχέζω
καταχειρίζομαι
καταχείριος
καταχειρόομαι
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθέω
καταχθής
καταχθίζομαι
καταχθονίζω
καταχθόνιος
καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλάω
View word page
καταχήνη
derision, mockery
ShortDef
derision, mockery
Debugging
Headword:
καταχήνη
Headword (normalized):
καταχήνη
Headword (normalized/stripped):
καταχηνη
IDX:
46996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46997
Key:
Data
{'content': 'derision, mockery'}