Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταχαλκόω
καταχαράσσω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχάσκω
καταχασμάομαι
καταχέζω
καταχειρίζομαι
καταχείριος
καταχειρόομαι
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθέω
καταχθής
καταχθίζομαι
καταχθονίζω
καταχθόνιος
View word page
καταχειροτονέω
to vote against, to vote in condemnation of
ShortDef
to vote against, to vote in condemnation of
Debugging
Headword:
καταχειροτονέω
Headword (normalized):
καταχειροτονέω
Headword (normalized/stripped):
καταχειροτονεω
IDX:
46993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46994
Key:
Data
{'content': 'to vote against, to vote in condemnation of'}