Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαράσσω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχάσκω
καταχασμάομαι
καταχέζω
καταχειρίζομαι
καταχείριος
καταχειρόομαι
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθέω
καταχθής
καταχθίζομαι
καταχθονίζω
View word page
καταχειρόομαι
subject to oneself, conquer

ShortDef

subject to oneself, conquer

Debugging

Headword:
καταχειρόομαι
Headword (normalized):
καταχειρόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχειροομαι
IDX:
46992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46993
Key:

Data

{'content': 'subject to oneself, conquer'}