Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχαλκεύω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαράσσω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχάσκω
καταχασμάομαι
καταχέζω
καταχειρίζομαι
καταχείριος
καταχειρόομαι
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθέω
καταχθής
καταχθίζομαι
View word page
καταχείριος
fitting the hand

ShortDef

fitting the hand

Debugging

Headword:
καταχείριος
Headword (normalized):
καταχείριος
Headword (normalized/stripped):
καταχειριος
IDX:
46991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46992
Key:

Data

{'content': 'fitting the hand'}