Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχαλάω
καταχαλκεύω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαράσσω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχάσκω
καταχασμάομαι
καταχέζω
καταχειρίζομαι
καταχείριος
καταχειρόομαι
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθέω
καταχθής
View word page
καταχειρίζομαι
make away with

ShortDef

make away with

Debugging

Headword:
καταχειρίζομαι
Headword (normalized):
καταχειρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχειριζομαι
IDX:
46990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46991
Key:

Data

{'content': 'make away with'}