Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταχαλαζάω
καταχαλάω
καταχαλκεύω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαράσσω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχάσκω
καταχασμάομαι
καταχέζω
καταχειρίζομαι
καταχείριος
καταχειρόομαι
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθέω
View word page
καταχέζω
to befoul
ShortDef
to befoul
Debugging
Headword:
καταχέζω
Headword (normalized):
καταχέζω
Headword (normalized/stripped):
καταχεζω
IDX:
46989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46990
Key:
Data
{'content': 'to befoul'}