Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμοιβά
ἀμοιβαδίς
ἀμοιβάζω
ἀμοιβαῖος
ἀμοιβάς
ἀμοιβεύς
ἀμοιβή
ἀμοιβήδην
ἀμοιβηδίς
ἀμοιβιμαῖος
ἀμοιβός
ἀμοιρέω
ἀμοίρημα
ἄμοιρος
ἀμοίχευτος
ἀμολγάδες
ἀμολγαῖος
ἀμολγεύς
ἀμολγή
ἀμόλγιον
ἀμολγός
View word page
ἀμοιβός
one who exchanges
ShortDef
one who exchanges
Debugging
Headword:
ἀμοιβός
Headword (normalized):
ἀμοιβός
Headword (normalized/stripped):
αμοιβος
IDX:
4698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4699
Key:
Data
{'content': 'one who exchanges'}