Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταχαίρω
καταχαλαζάω
καταχαλάω
καταχαλκεύω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαράσσω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχάσκω
καταχασμάομαι
καταχέζω
καταχειρίζομαι
καταχείριος
καταχειρόομαι
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
View word page
καταχασμάομαι
split, burst open

ShortDef

split, burst open

Debugging

Headword:
καταχασμάομαι
Headword (normalized):
καταχασμάομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχασμαομαι
IDX:
46988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46989
Key:

Data

{'content': 'split, burst open'}