Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάφωρος
καταφωτίζω
καταφωτισμός
καταχαίρω
καταχαλαζάω
καταχαλάω
καταχαλκεύω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαράσσω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχάσκω
καταχασμάομαι
καταχέζω
καταχειρίζομαι
καταχείριος
καταχειρόομαι
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχέω
View word page
καταχαρίζομαι
to show favoritism

ShortDef

to show favoritism

Debugging

Headword:
καταχαρίζομαι
Headword (normalized):
καταχαρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχαριζομαι
IDX:
46985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46986
Key:

Data

{'content': 'to show favoritism'}