Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφύω
καταφωράω
κατάφωρος
καταφωτίζω
καταφωτισμός
καταχαίρω
καταχαλαζάω
καταχαλάω
καταχαλκεύω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαράσσω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχάσκω
καταχασμάομαι
καταχέζω
καταχειρίζομαι
καταχείριος
καταχειρόομαι
καταχειροτονέω
View word page
καταχαλκόω
to cover with brass

ShortDef

to cover with brass

Debugging

Headword:
καταχαλκόω
Headword (normalized):
καταχαλκόω
Headword (normalized/stripped):
καταχαλκοω
IDX:
46983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46984
Key:

Data

{'content': 'to cover with brass'}