Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάφυτος
καταφύω
καταφωράω
κατάφωρος
καταφωτίζω
καταφωτισμός
καταχαίρω
καταχαλαζάω
καταχαλάω
καταχαλκεύω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαράσσω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχάσκω
καταχασμάομαι
καταχέζω
καταχειρίζομαι
καταχείριος
καταχειρόομαι
View word page
κατάχαλκος
overlaid with brass

ShortDef

overlaid with brass

Debugging

Headword:
κατάχαλκος
Headword (normalized):
κατάχαλκος
Headword (normalized/stripped):
καταχαλκος
IDX:
46982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46983
Key:

Data

{'content': 'overlaid with brass'}