Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφύω
καταφωράω
κατάφωρος
καταφωτίζω
καταφωτισμός
καταχαίρω
καταχαλαζάω
καταχαλάω
καταχαλκεύω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαράσσω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχάσκω
καταχασμάομαι
καταχέζω
καταχειρίζομαι
καταχείριος
View word page
καταχαλκεύω
work or mould in bronze

ShortDef

work or mould in bronze

Debugging

Headword:
καταχαλκεύω
Headword (normalized):
καταχαλκεύω
Headword (normalized/stripped):
καταχαλκευω
IDX:
46981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46982
Key:

Data

{'content': 'work or mould in bronze'}