Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάφυσις
καταφυτεία
καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφύω
καταφωράω
κατάφωρος
καταφωτίζω
καταφωτισμός
καταχαίρω
καταχαλαζάω
καταχαλάω
καταχαλκεύω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαράσσω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχάσκω
καταχασμάομαι
καταχέζω
View word page
καταχαλαζάω
to shower down like hail upon

ShortDef

to shower down like hail upon

Debugging

Headword:
καταχαλαζάω
Headword (normalized):
καταχαλαζάω
Headword (normalized/stripped):
καταχαλαζαω
IDX:
46979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46980
Key:

Data

{'content': 'to shower down like hail upon'}