Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφυλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
κατάφυλλος
καταφύξιμος
καταφυσάω
κατάφυσις
καταφυτεία
καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφύω
καταφωράω
κατάφωρος
καταφωτίζω
καταφωτισμός
καταχαίρω
καταχαλαζάω
καταχαλάω
καταχαλκεύω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
View word page
καταφύω
implant, insert; mid. to be produced

ShortDef

implant, insert; mid. to be produced

Debugging

Headword:
καταφύω
Headword (normalized):
καταφύω
Headword (normalized/stripped):
καταφυω
IDX:
46973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46974
Key:

Data

{'content': 'implant, insert; mid. to be produced'}