Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
κατάφυλλος
καταφύξιμος
καταφυσάω
κατάφυσις
καταφυτεία
καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφύω
καταφωράω
κατάφωρος
καταφωτίζω
καταφωτισμός
καταχαίρω
καταχαλαζάω
καταχαλάω
καταχαλκεύω
κατάχαλκος
View word page
κατάφυτος
all planted with
ShortDef
all planted with
Debugging
Headword:
κατάφυτος
Headword (normalized):
κατάφυτος
Headword (normalized/stripped):
καταφυτος
IDX:
46972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46973
Key:
Data
{'content': 'all planted with'}