Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταφρύγω
καταφυγᾶς
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
κατάφυλλος
καταφύξιμος
καταφυσάω
κατάφυσις
καταφυτεία
καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφύω
καταφωράω
κατάφωρος
καταφωτίζω
καταφωτισμός
καταχαίρω
καταχαλαζάω
καταχαλάω
View word page
καταφυτεία
planting
ShortDef
planting
Debugging
Headword:
καταφυτεία
Headword (normalized):
καταφυτεία
Headword (normalized/stripped):
καταφυτεια
IDX:
46970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46971
Key:
Data
{'content': 'planting'}