Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφρόνητος
καταφροντίζω
καταφρυάττομαι
καταφρύγω
καταφυγᾶς
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
κατάφυλλος
καταφύξιμος
καταφυσάω
κατάφυσις
καταφυτεία
καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφύω
καταφωράω
κατάφωρος
καταφωτίζω
καταφωτισμός
View word page
καταφύξιμος
to which one can fly for refuge

ShortDef

to which one can fly for refuge

Debugging

Headword:
καταφύξιμος
Headword (normalized):
καταφύξιμος
Headword (normalized/stripped):
καταφυξιμος
IDX:
46967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46968
Key:

Data

{'content': 'to which one can fly for refuge'}