Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφρόνητος
καταφροντίζω
καταφρυάττομαι
καταφρύγω
καταφυγᾶς
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
κατάφυλλος
καταφύξιμος
καταφυσάω
κατάφυσις
καταφυτεία
καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφύω
καταφωράω
κατάφωρος
View word page
καταφυλλοροέω
to shed the leaves

ShortDef

to shed the leaves

Debugging

Headword:
καταφυλλοροέω
Headword (normalized):
καταφυλλοροέω
Headword (normalized/stripped):
καταφυλλοροεω
IDX:
46965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46966
Key:

Data

{'content': 'to shed the leaves'}