Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφρονητέον
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφρόνητος
καταφροντίζω
καταφρυάττομαι
καταφρύγω
καταφυγᾶς
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
κατάφυλλος
καταφύξιμος
καταφυσάω
κατάφυσις
καταφυτεία
καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφύω
καταφωράω
View word page
καταφυλάσσω
watch, guard well

ShortDef

watch, guard well

Debugging

Headword:
καταφυλάσσω
Headword (normalized):
καταφυλάσσω
Headword (normalized/stripped):
καταφυλασσω
IDX:
46964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46965
Key:

Data

{'content': 'watch, guard well'}