Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφρόνησις
καταφρονητέον
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφρόνητος
καταφροντίζω
καταφρυάττομαι
καταφρύγω
καταφυγᾶς
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
κατάφυλλος
καταφύξιμος
καταφυσάω
κατάφυσις
καταφυτεία
καταφυτεύω
κατάφυτος
καταφύω
View word page
καταφυλαδόν
in tribes, by clans

ShortDef

in tribes, by clans

Debugging

Headword:
καταφυλαδόν
Headword (normalized):
καταφυλαδόν
Headword (normalized/stripped):
καταφυλαδον
IDX:
46963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46964
Key:

Data

{'content': 'in tribes, by clans'}