Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητέον
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφρόνητος
καταφροντίζω
καταφρυάττομαι
καταφρύγω
καταφυγᾶς
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
κατάφυλλος
καταφύξιμος
καταφυσάω
κατάφυσις
καταφυτεία
καταφυτεύω
κατάφυτος
View word page
καταφυγή
a refuge, place of refuge

ShortDef

a refuge, place of refuge

Debugging

Headword:
καταφυγή
Headword (normalized):
καταφυγή
Headword (normalized/stripped):
καταφυγη
IDX:
46962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46963
Key:

Data

{'content': 'a refuge, place of refuge'}