Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητέον
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφρόνητος
καταφροντίζω
καταφρυάττομαι
καταφρύγω
καταφυγᾶς
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
κατάφυλλος
καταφύξιμος
καταφυσάω
κατάφυσις
καταφυτεία
καταφυτεύω
View word page
καταφυγᾶς
runaway

ShortDef

runaway

Debugging

Headword:
καταφυγᾶς
Headword (normalized):
καταφυγᾶς
Headword (normalized/stripped):
καταφυγας
IDX:
46961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46962
Key:

Data

{'content': 'runaway'}