Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητέον
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφρόνητος
καταφροντίζω
καταφρυάττομαι
καταφρύγω
καταφυγᾶς
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
κατάφυλλος
καταφύξιμος
καταφυσάω
κατάφυσις
καταφυτεία
View word page
καταφρύγω
to burn to ashes
ShortDef
to burn to ashes
Debugging
Headword:
καταφρύγω
Headword (normalized):
καταφρύγω
Headword (normalized/stripped):
καταφρυγω
IDX:
46960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46961
Key:
Data
{'content': 'to burn to ashes'}