Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάφραξις
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητέον
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφρόνητος
καταφροντίζω
καταφρυάττομαι
καταφρύγω
καταφυγᾶς
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
κατάφυλλος
καταφύξιμος
καταφυσάω
κατάφυσις
View word page
καταφρυάττομαι
snort at
ShortDef
snort at
Debugging
Headword:
καταφρυάττομαι
Headword (normalized):
καταφρυάττομαι
Headword (normalized/stripped):
καταφρυαττομαι
IDX:
46959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46960
Key:
Data
{'content': 'snort at'}