Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάφρακτος
κατάφραξις
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητέον
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφρόνητος
καταφροντίζω
καταφρυάττομαι
καταφρύγω
καταφυγᾶς
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
κατάφυλλος
καταφύξιμος
καταφυσάω
View word page
καταφροντίζω
think away; study down the drain

ShortDef

think away; study down the drain

Debugging

Headword:
καταφροντίζω
Headword (normalized):
καταφροντίζω
Headword (normalized/stripped):
καταφροντιζω
IDX:
46958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46959
Key:

Data

{'content': 'think away; study down the drain'}