Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταφράκτης
κατάφρακτος
κατάφραξις
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητέον
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφρόνητος
καταφροντίζω
καταφρυάττομαι
καταφρύγω
καταφυγᾶς
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
κατάφυλλος
καταφύξιμος
View word page
καταφρόνητος
despicable
ShortDef
despicable
Debugging
Headword:
καταφρόνητος
Headword (normalized):
καταφρόνητος
Headword (normalized/stripped):
καταφρονητος
IDX:
46957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46958
Key:
Data
{'content': 'despicable'}