Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφράζω
καταφράκτης
κατάφρακτος
κατάφραξις
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητέον
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφρόνητος
καταφροντίζω
καταφρυάττομαι
καταφρύγω
καταφυγᾶς
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
κατάφυλλος
View word page
καταφρονητικός
contemptuous

ShortDef

contemptuous

Debugging

Headword:
καταφρονητικός
Headword (normalized):
καταφρονητικός
Headword (normalized/stripped):
καταφρονητικος
IDX:
46956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46957
Key:

Data

{'content': 'contemptuous'}