Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάφορτος
καταφράζω
καταφράκτης
κατάφρακτος
κατάφραξις
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητέον
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφρόνητος
καταφροντίζω
καταφρυάττομαι
καταφρύγω
καταφυγᾶς
καταφυγή
καταφυλαδόν
καταφυλάσσω
καταφυλλοροέω
View word page
καταφρονητής
a despiser
ShortDef
a despiser
Debugging
Headword:
καταφρονητής
Headword (normalized):
καταφρονητής
Headword (normalized/stripped):
καταφρονητης
IDX:
46955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46956
Key:
Data
{'content': 'a despiser'}