Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταφορικός
κατάφορος
καταφορτίζω
κατάφορτος
καταφράζω
καταφράκτης
κατάφρακτος
κατάφραξις
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητέον
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφρόνητος
καταφροντίζω
καταφρυάττομαι
καταφρύγω
καταφυγᾶς
καταφυγή
View word page
καταφρόνημα
contempt
ShortDef
contempt
Debugging
Headword:
καταφρόνημα
Headword (normalized):
καταφρόνημα
Headword (normalized/stripped):
καταφρονημα
IDX:
46952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46953
Key:
Data
{'content': 'contempt'}