Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταφορά
καταφορέω
καταφορικός
κατάφορος
καταφορτίζω
κατάφορτος
καταφράζω
καταφράκτης
κατάφρακτος
κατάφραξις
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητέον
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφρόνητος
καταφροντίζω
καταφρυάττομαι
καταφρύγω
View word page
καταφράσσω
to enclose, fortify; protect
ShortDef
to enclose, fortify; protect
Debugging
Headword:
καταφράσσω
Headword (normalized):
καταφράσσω
Headword (normalized/stripped):
καταφρασσω
IDX:
46950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46951
Key:
Data
{'content': 'to enclose, fortify; protect'}