Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορά
καταφορέω
καταφορικός
κατάφορος
καταφορτίζω
κατάφορτος
καταφράζω
καταφράκτης
κατάφρακτος
κατάφραξις
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητέον
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφρόνητος
καταφροντίζω
View word page
κατάφρακτος
shut up, confined

ShortDef

shut up, confined

Debugging

Headword:
κατάφρακτος
Headword (normalized):
κατάφρακτος
Headword (normalized/stripped):
καταφρακτος
IDX:
46948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46949
Key:

Data

{'content': 'shut up, confined'}