Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφοινίσσω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορά
καταφορέω
καταφορικός
κατάφορος
καταφορτίζω
κατάφορτος
καταφράζω
καταφράκτης
κατάφρακτος
κατάφραξις
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητέον
καταφρονητής
καταφρονητικός
καταφρόνητος
View word page
καταφράκτης
coat of mail

ShortDef

coat of mail

Debugging

Headword:
καταφράκτης
Headword (normalized):
καταφράκτης
Headword (normalized/stripped):
καταφρακτης
IDX:
46947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46948
Key:

Data

{'content': 'coat of mail'}