Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταφοβέω
κατάφοβος
καταφοινίσσω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορά
καταφορέω
καταφορικός
κατάφορος
καταφορτίζω
κατάφορτος
καταφράζω
καταφράκτης
κατάφρακτος
κατάφραξις
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
καταφρονητέον
καταφρονητής
View word page
κατάφορτος
laden with
ShortDef
laden with
Debugging
Headword:
κατάφορτος
Headword (normalized):
κατάφορτος
Headword (normalized/stripped):
καταφορτος
IDX:
46945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46946
Key:
Data
{'content': 'laden with'}