Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφλογίζω
καταφλυαρέω
καταφοβέω
κατάφοβος
καταφοινίσσω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορά
καταφορέω
καταφορικός
κατάφορος
καταφορτίζω
κατάφορτος
καταφράζω
καταφράκτης
κατάφρακτος
κατάφραξις
καταφράσσω
καταφρονέω
καταφρόνημα
καταφρόνησις
View word page
κατάφορος
rushing down, tempestuous

ShortDef

rushing down, tempestuous

Debugging

Headword:
κατάφορος
Headword (normalized):
κατάφορος
Headword (normalized/stripped):
καταφορος
IDX:
46943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46944
Key:

Data

{'content': 'rushing down, tempestuous'}