Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταφλεξίπολις
κατάφλεξις
καταφλογίζω
καταφλυαρέω
καταφοβέω
κατάφοβος
καταφοινίσσω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορά
καταφορέω
καταφορικός
κατάφορος
καταφορτίζω
κατάφορτος
καταφράζω
καταφράκτης
κατάφρακτος
κατάφραξις
καταφράσσω
καταφρονέω
View word page
καταφορέω
to carry down
ShortDef
to carry down
Debugging
Headword:
καταφορέω
Headword (normalized):
καταφορέω
Headword (normalized/stripped):
καταφορεω
IDX:
46941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46942
Key:
Data
{'content': 'to carry down'}