Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφλέγω
κατάφλεκτος
καταφλεξίπολις
κατάφλεξις
καταφλογίζω
καταφλυαρέω
καταφοβέω
κατάφοβος
καταφοινίσσω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορά
καταφορέω
καταφορικός
κατάφορος
καταφορτίζω
κατάφορτος
καταφράζω
καταφράκτης
κατάφρακτος
κατάφραξις
View word page
καταφονεύω
to slaughter

ShortDef

to slaughter

Debugging

Headword:
καταφονεύω
Headword (normalized):
καταφονεύω
Headword (normalized/stripped):
καταφονευω
IDX:
46939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46940
Key:

Data

{'content': 'to slaughter'}