Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταφλάω
κατάφλεβος
καταφλέγω
κατάφλεκτος
καταφλεξίπολις
κατάφλεξις
καταφλογίζω
καταφλυαρέω
καταφοβέω
κατάφοβος
καταφοινίσσω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορά
καταφορέω
καταφορικός
κατάφορος
καταφορτίζω
κατάφορτος
καταφράζω
καταφράκτης
View word page
καταφοινίσσω
dye red
ShortDef
dye red
Debugging
Headword:
καταφοινίσσω
Headword (normalized):
καταφοινίσσω
Headword (normalized/stripped):
καταφοινισσω
IDX:
46937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46938
Key:
Data
{'content': 'dye red'}