Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταφιμόω
καταφλάω
κατάφλεβος
καταφλέγω
κατάφλεκτος
καταφλεξίπολις
κατάφλεξις
καταφλογίζω
καταφλυαρέω
καταφοβέω
κατάφοβος
καταφοινίσσω
καταφοιτάω
καταφονεύω
καταφορά
καταφορέω
καταφορικός
κατάφορος
καταφορτίζω
κατάφορτος
καταφράζω
View word page
κατάφοβος
fearful, afraid of

ShortDef

fearful, afraid of

Debugging

Headword:
κατάφοβος
Headword (normalized):
κατάφοβος
Headword (normalized/stripped):
καταφοβος
IDX:
46936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46937
Key:

Data

{'content': 'fearful, afraid of'}